Το τριαντάφυλλο του θανάτου


"Δεν υπάρχει αγριότερο θηρίο απ' τον άνθρωπο, όταν κατέχει δύναμη ίση με το πάθος του." 
– Πλούταρχος

ΦΟΒΑΣΑΙ;, με ρώτησε διστακτικά, και η θηλιά στο λαιμό του άρχισε να στενεύει όλο και περισσότερο για κάθε λεπτό που κυλούσε. Ένας αόρατος φόβος τον έσφιγγε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό του είχε χάσει το χρώμα του και στα μάτια του απλώθηκε μια σκιά που μπορούσε να σκεπάσει όλο τον κόσμο.

Για λίγο σάστισα, δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Φυσικά και φοβόμουν. Είχα παραλύσει απ' τον τρόμο, ωστόσο δεν μπορούσα να του το πω. Ως μεγαλύτερος έπρεπε να φανώ γενναίος φυσικά. Κράτησα μετά μανίας τα δάκρυα που σκάλιζαν τα μάτια μου για να δραπετεύσουν και του πέταξα ένα ξερό "όχι". Όχι, δεν φοβάμαι, μικρέ.

Με κοίταξε διερευνητικά. Έπειτα από λίγο πήρε τα μάτια του από πάνω μου και τα έριξε ευθεία πίσω μου. Κάτι τον τρόμαξε τόσο, που του έκοψε την ανάσα. Αμέσως ο πανικός έσκασε σαν βόμβα πλάι μας. Δεν χρειάστηκε να μου το πει – το είχα καταλάβει: Μας έπιασαν. Και πριν προλάβω ν' αντιδράσω, μια ριπή απ' το όπλο κάποιου έσκισε τον αέρα, πέρασε ξυστά στο δεξί μου ώμο και σφηνώθηκε στο στήθος τού μικρού. Εκείνη τη γαμημένη στιγμή η καρδιά μου έσπασε. Είδα το θάνατο ν' αναβλύζει κόκκινος από μέσα του. Είδα τη ψυχή του να σταλάζει στο διψασμένο χώμα. (Πού είσαι κρυμμένος, Θεέ, και επιτρέπεις τέτοιες κτηνωδίες; Αν σε βρω, σ'τ' ορκίζομαι, θα σε σκοτώσω.) Άλλη μια τουφεκιά έσπασε τη σιωπή τής νυχτιάς σε χίλια κομμάτια. Φοβάμαι, τραύλισε, και αμέσως μετά η σφαίρα καρφώθηκε σα μεγάλη βελόνα στο κεφάλι του. Τότε ένιωσα να πεθαίνω. Να χάνω τη γη κάτω απ' τα πόδια μου. Το ζεστό ακόμα κορμάκι του σωριάστηκε σαν σακί στο έδαφος. Και μια ζεστή βροχή από αίμα και μυαλό, που κράτησε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, έπεσε πάνω μου. Σώμα και αίμα Χριστού, σκέφτηκα. Σώμα και αίμα τού δικού μου παιδιού.

Θεέ, θα πεθάνεις!, ούρλιαξα, και ούτε κατάλαβα πώς το χέρι μου άρπαξε το όπλο, αδειάζοντας όλο το μολύβι πάνω στο στρατιώτη, που τώρα έμοιαζε με παιδική ζωγραφιά γεμάτη πορφυρά σημάδια που όλο και μεγάλωναν. 

Ποτισμένος με αίμα και σάρκα, με θλίψη και οργή, ορκίστηκα ενώπιον του άψυχου κορμιού τού γιου μου, εκδίκηση. Είχα κοινωνήσει σώμα και αίμα του δικού μου παιδιού. Τώρα είχε έρθει η ώρα να γευτούν κι άλλοι τη θεία Κοινωνία. 


***


Φοβάσαι;, τον ρώτησα κοιτάζοντας τον ανέκφραστα στα μάτια. Δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Ένας συριγμός ήταν όλη του η απάντηση. Σφιχταγκάλιαζε την κόρη του και της χάιδευε τα μαλλιά, ενόσω τα δάκρυά του ψιχάλιζαν τα μεταξωτά μαλλιά της. Η γυναίκα του ήταν κι αυτή εκεί, ξαπλωμένη ανάσκελα. Είχε παραδοθεί στο Χάρο πριν ένα λεπτό. Τώρα ήταν σειρά της κόρης του να τρέξει στα λιβάδια του Άδη, συναντώντας τη μαμά της. Και τέλος, θα ακολουθούσε κι αυτός το ίδιο μονοπάτι τού θανάτου. Της χάρισε ένα φιλί και της σφύριξε κάτι στ’ αφτί: Μην φοβάσαι, γιαβρί μου, δεν θα κρατήσει για πολύ. Αμέσως, μια ανάμνηση άστραψε μέσα στο μυαλό μου. Ήταν ακριβώς η ίδια σκηνή, τότε που είχα πει για στερνή φορά τα ίδια αυτά λόγια στο γιο μου. Μια λάμψη στα μάτια μου τα έκανε να μοιάζουν απόκοσμα – η λάμψη που άφησε η σφαίρα πίσω της πριν χωθεί στην τρυφερή, αθώα καρδιά τής μικρής κοπέλας. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Όμως ήταν πλέον αργά για να το πάρω πίσω. Το κορίτσι ψυχορραγούσε στην αγκαλιά του πατέρα της, ποτίζοντας τα χέρια του με αίμα που έσταζε στάλα στάλα στο πάτωμα σχηματίζοντας μια κηλίδα που απλώνονταν και μεγάλωνε σαν ανθισμένο, κόκκινο τριαντάφυλλο· το τριαντάφυλλο του θανάτου. Η αναστολή, η συμπόνια και η ενοχή μου, εξατμίστηκαν μαζί με τη ζωή της. Έπειτα η ψυχή του πατέρα της την ακολούθησε κατά πόδας. Είχα αρχίσει να σκορπώ τα πέταλα του θανάτου. Και τώρα πια δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Άρχισα να χαρίζω κόκκινα, πένθιμα τριαντάφυλλα, κι ως αντάλλαγμα να ζητάω ψυχές. Ψυχές και σώματα για να σβήσουν τη δίψα που φούντωνε μέσα μου για εκδίκηση.

Πλέον μοναχά μια λέξη γεννιόταν αδιάκοπα στο μυαλό μου:

ΕΚΔΙΚΗΣΗ. ΕΚΔΙΚΗΣΗ. ΕΚΔΙΚΗΣΗ.


Κρατώντας στο ένα χέρι μου το όπλο και στο άλλο ένα θανατηφόρο λουλούδι, έσπασα την πόρτα του επόμενου σπιτιού και μπούκαρα μέσα αχάραγα, εγώ, ο θάνατος και το τριαντάφυλλο. Η νύχτα, ωστόσο, μοσχοβολούσε γιασεμιά και το δροσερό αγιάζι που μ’ ακολουθούσε έσερνε μαζί του αυτή την ευχάριστη μυρωδιά.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παιδιά με γραβάτες

Επικήδειος