Επικήδειος



"Όλοι σ’ αγαπάνε, όταν είσαι δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη.
John Lennon  

ΣΤΗ ΖΩΗ, λένε, έρχεσαι χωρίς να το επιλέξεις. Κι άπαξ και γεννηθείς, αναλαμβάνεις πλήρως την ευθύνη των πράξεών σου. Απ’ το πρώτο κλάμα ως το τελευταίο βλεφάρισμα, πρέπει ν’ αγωνίζεσαι για κάτι. Κι αυτό το κάτι όταν το κατακτάς, δε σηματοδοτεί αυτομάτως και τη λήξη του πολέμου. Πάντα θα υπάρχει εκεί έξω και κάτι ακόμα για το οποίο θα μάχεσαι. Μπορεί στη ζωή να έρχεσαι χωρίς να το επιλέξεις, ωστόσο μπορείς να επιλέξεις πότε θ’ ανοίξεις για στερνή φορά την πόρτα που οδηγεί στον Άδη, αφήνοντας μια για πάντα πίσω σου αυτόν τον αέναο πόλεμο για μιαν Ελένη.

Για να διαβάζετε αυτές τις αράδες, σημαίνει πως ήρθε η ώρα ν’ ανοίξω την πόρτα που οδηγεί στην άλλη πλευρά. Για την ακρίβεια, δεν ήρθε απλώς η ώρα, παρήλθε. Δεν χρειάζεται να κατηγορήσετε κανέναν γι’ αυτή μου την απόφαση μήτε να κλάψετε πικρά. Σ’ αυτό τον κόσμο μπορεί να έφτασα δίχως τη δική μου επιλογή, ο θάνατός μου, ωστόσο, ήταν δική μου απόφαση. 

Πριν καιρό, ονειρεύτηκα το θάνατό μου. Δεν ήταν δα και τόσο φρικτός όσο τον περιγράφουν στα έργα, στα αστυνομικά δελτία ειδήσεων ή στη λογοτεχνία. Τουναντίον, ήταν τόσο γαλήνια. Τόσο γαλήνια που ζήλεψα. Στεκόμουν μπρος σ’ έναν καθρέφτη και θωρούσα το είδωλό μου. Κοιτούσα τον εαυτό μου μες στα μάτια, λες και περίμενα να δω τη δημιουργία του κόσμου. Ήταν τόσο γαλήνια. Δεν ήξερα πως ήμουν νεκρός. Κι ας πρόκειται για όνειρο. Κάποια στιγμή, μες στη σιγαλιά, το βλέμμα μου χαμήλωσε. Και πριν ανοίξουν τα μάτια μου και τ’ όνειρο χαθεί για πάντα, αντίκρισα το μέσα μου χυμένο στα χέρια μου· κι όταν λέω «το μέσα μου», κυριολεκτώ: Όλα τα ζωτικά όργανά μου κρεμιόταν σα σχοινιά στα χέρια μου. Ωστόσο ήταν τόσο γαλήνια. 

Αίμα. Δε θυμάμαι να υπήρχε στάλα αίματος στ’ όνειρό μου. Ίσως γιατί υποσυνείδητα απεχθάνομαι μέχρι θανάτου τη βρωμιά και την ακαταστασία. Γι’ αυτό κι ο θάνατός μου, θα είναι καθαρός. Όχι μοναχά για τους λόγους που προανέφερα. Αν με το θάνατο έρχεται η κάθαρση, τότε η ψυχή αξίζει να πετάξει καθάρια για ν’ ανταμώσει με τις άλλες ψυχές στο στερέωμα. 

Δε θέλω δάκρυα. Ούτε κλάματα. Ούτε μοιρολόγια. Άλλωστε κάποιος που η φυγή του απ’ τη ζωή είναι εθελούσια, δεν του αξίζουν όλ’ αυτά. Κλαίμε γι’ αυτούς που χάνονται άδικα. Κλαίμε για όλους εκείνους που θέλουν να πιουν τη ζωή μέχρι την τελευταία ρανίδα και πριν προλάβουν, κάποιος τους σπάει το ποτήρι και τους μπήγει το γυαλί στην καρδιά. 

Μη στεναχωριέστε. Όλοι οι κύκλοι κάποτε κλείνουν. Αν μείνουν ανοιχτοί για πάντα, τότε θα καταντήσουν να γίνουν φαύλοι και ανυπόφοροι κύκλοι, δίχως νόημα και ουσία. Ο δικός μου κύκλος, ήρθε η ώρα να κλείσει. 

Αν σήμερα φοράτε μαύρα για να με πενθήσετε, σας παρακαλώ, πετάξτε τα. Μην σας πνίγει η θλίψη που αγάπησα το θάνατο και ενέδωσα στα παρακάλια του. Η ζωή δεν ταιριάζει σ’ όλους. Λες κι υπάρχει πανωφόρι που κάνει σ’ όλους μας – δεν υπάρχει. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωσή μου: όσο κι αν προσπάθησα να το φέρω στα μέτρα μου, ετούτο το πανωφόρι που λέγεται ζωή, δεν τα κατάφερα. Και δεν είναι ότι δεν προσπάθησα. Προσπάθησα και έμαθα. Έμαθα μέσα στο βυθό της θλίψης και του πόνου ν’ αναπνέω. Όμως φτάνει κάποτε εκείνη η στιγμή που το οξυγόνο σώνει. Κι αντί για πανικό και τρόμο, εκείνη η στιγμή σ’ έμενα έφερε ανακούφιση και γαλήνη. 

Μήτε δάκρυα. Μήτε οιμωγές. Μήτε μοιρολόγια. Τίποτα δεν αξίζω, αφενός. Αφετέρου, αν θέλετε να σεβαστείτε την επιθυμία ενός νεκρού, τότε απλώς – 

Χαμογελάστε. 

Απλώς, χαμογελάστε. 


Αντί επιλόγου: 

Κι εγώ, μη νομίζετε, αν υπάρχει Παράδεισος – κι ας λένε πως για μας τους αυτόχειρες δεν υπάρχει διαθέσιμο εισιτήριο ούτε στις πιο τρελές ευκαιρίες, δεν ξέρουν προφανώς πως μπορεί να μπει κανείς απλά πηδώντας το φράκτη – καθήμενος σε μια ολόχρυση αμμουδιά, θ' αγναντεύω τον ήλιο που χύνεται στη θάλασσα σ’ ένα ατέρμονο ηλιοβασίλεμα που η στιγμή διαρκεί εσαεί, όπως κι η γαλήνη που θα νιώθω, και θα χαμογελάω, σαν ένα μικρό παιδάκι όταν βλέπει μπρος του κάτι που αγαπά και λαχταρά. 


Υ.Γ.: Το ξέρω πως δεν μπορώ να ζητάω και πολλά, απ’ τη θέση που είμαι, ωστόσο, θερμή παράκληση, το σώμα μου να δοθεί στους εκπαιδευόμενους τής ιατροδικαστικής σχολής. Έτσι, τουλάχιστον, θα φανώ και κάπου χρήσιμος, έστω και μετά θάνατον. 


Ο φίλος κι αδερφός σας


**** 


Βρέθηκε εσώκλειστο σ’ ένα λευκό φάκελο στο εξωτερικό του οποίο ήταν γραμμένο με κεφαλαία, καλλιγραφικά γράμματα: 

Ν’ ΑΝΟΙΧΤΕΙ ΜΕΤΑ ΤΙΣ 
16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1989, 
ΩΡΑ 16:31. 

Οι τελευταίες λέξεις. Μόνον αυτές έμειναν στο χρόνο. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Έπειτα από τόσα χρόνια, ο θυμός, η θλίψη κι ο πόνος που προκάλεσε με την εξαφάνισή του, δε λένε να σβήσουν. Όπως κι η ελπίδα που σιγοκαίει εντός όλων μας πως μια μέρα, σε ανύποπτο χρόνο, θα μας χτυπήσει την πόρτα και τ’ αεράκι που θα φυσά τα μαλλιά του, θα παρασύρει μακριά όλη την αβάσταχτη μελαγχολία – και τα δάκρυα χαράς που θα πέφτουν βροχή θα είναι η θρυαλλίδα να φυτρώσουν τα χαρμόσυνα λουλούδια του παραδείσου. Κι όπως ο σκύλος, με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, λαχταρά την άφιξη του αφεντικού του που απουσιάζει χρόνια ψάχνοντας την Ιθάκη, έτσι κι εγώ προσμένω ν’ αντικρίσω ξανά εκείνα τα καστανά μάτια και ν’ ακούσω τις ιστορίες που έχουν να μου διηγηθούν.

Με την προσμονή ν’ ακουστεί εκείνο το τρυφερό, γεμάτο νοσταλγία, χτύπημα στα σωθικά της πόρτας, σώνει η φωτιά στο δικό μας καντηλάκι τής ζωής.

«Άμα τη εμφανίσει!», ονειρεύεται η καρδιά και συνεχίζει να χτυπά ρυθμικά προσπαθώντας να ξεχάσει το σκουριασμένο καρφί που φυτρώνει εντός της.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το τριαντάφυλλο του θανάτου

Παιδιά με γραβάτες