Το όνειρο του Άδη (απόσπασμα)


«ΞΥΠΝΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ» τον επανέφερε στην πραγματικότητα η μικρή του αδερφή δίνοντάς του παράλληλα και μια αγκωνιά στα πλευρά. «Μας εντόπισαν».

Με το σακίδιο περασμένο στον ώμο της, η Λευτεριά, ένα κορίτσι δέκα χρονών με μαύρα μαλλιά τυλιγμένα σε κοτσίδα και μάτια σαν μέλι, άρπαξε τον Αύγουστο από το δεξί του χέρι και τον τράβηξε να σηκωθεί. Ο Αύγουστος γούρλωσε τα μάτια του όλο απορία. 

«ΠΑΜΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ, ΤΩΡΑ» σχεδόν ούρλιαξε από το φόβο της η Λευτεριά και πετάχτηκε έξω από τη σκηνή. 

Η βλάστηση ήταν πυκνή και σχεδόν έκρυβε τον ήλιο ακόμα και μέσα στο καταμεσήμερο. Είχαν στήσει τις σκηνές τους σ’ ένα ξέφωτο τη μια πολύ κοντά στην άλλη. Δεν ήταν πολλές, αλλά ήταν αρκετές για να φιλοξενήσουν στην κοιλιά τους δέκα μικρά παιδιά. Η Λευτεριά έπιασε το σταυρουδάκι που κοσμούσε τον παιδικό της λαιμό και προσευχόμενη το έσφιξε στην παλάμη της. Ο Αύγουστος βγήκε κι αυτός από τη σκηνή την ώρα που ο Γιώργος, ένας γεματούλης έφηβος με σπυριά στο πρόσωπο και γυαλιά μυωπίας, ξεπρόβαλλε τρέχοντας μέσα από μία συστάδα δένδρων και αλαφιασμένος φώναζε σε όλους να εγκαταλείψουν το μέρος. 

Γι’ άλλη μια φορά έπρεπε να το βάλουν στα πόδια.

Δεν είχαν πια καιρό για χάσιμο. 

Πίσω τους καραδοκούσε ο θάνατος. 

Και οποιαδήποτε χρονοτριβή θα στοίχιζε την ίδια τους τη ζωή – κάτι που το ξέρανε πολύ καλά.
*Διαβάστε ολόκληρο το διήγημα "Το όνειρο του Άδη" στο περιοδικό Συμπαντικές Διαδρομές τεύχος Νο21 - Διπλό τεύχος (σελ. 258).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το τριαντάφυλλο του θανάτου

Παιδιά με γραβάτες

Επικήδειος