Τοσοδούλιδες



«Ο άνθρωπος όταν νιώθει πόνο, είναι ζωντανός.
Όταν όμως νιώθει τον πόνο του άλλου, τότε, ναι, είναι άνθρωπος.»
– Νίκος Καζαντζάκης

ΤΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ χόρευαν πάσο ντόμπλε στον αέρα και η μυρωδιά της ναφθαλίνης γρατζουνούσε τις μύτες μας. Κάτι λάμπες φθορίου γεννοβολούσαν κάμποσο ξεψυχισμένο φως που έκανε τα μάτια μας να τρέμουν τη λάμψη παρά το σκοτάδι. Η αποθήκη ήταν χωρισμένη τουλάχιστον σε τέσσερις μεγάλους χώρους. Έτσι κι εμείς είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Τι ξέρεις να κάνεις; Τίποτα. Ε, θα μάθεις εδώ. Όλοι ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας, όμως έπρεπε να φτιάξουμε ομάδες, να αυτοχρηστεί κάποιος αρχηγός, και να κάνουμε αυτό που δεν ξέραμε, αλλά θα μαθαίναμε στην πορεία. Μη φανταστείτε, δεν ήταν δα και κάτι ακατόρθωτο. Ούτε τέχνη χρειαζόταν από μέρους μας, ούτε τρελές επιστημονικές γνώσεις. Τουναντίον, οι εμπειρίες της ζωής εδώ ήταν πιο σημαντικές. Ήσουν γονιός, έπρεπε να μας κάνεις κατανοητό τι χρειάζεται ένα παιδί, από μωρό έως και δημοτικό, μη σας πω και μεγαλύτερο. Φτιάξαμε, λοιπόν, τις ομάδες, και ξεχυθήκαμε ο καθένας στο πόστο του. Με μόνα φορτία μας το μεράκι, τη θέληση και την αγάπη για τους συνανθρώπους μας.

Μέχρι και χθες το βλέπαμε στην τηλεόραση και φάνταζε σα ψέμα. Ο πόλεμος στο μικρό κουτί πάντα θα μοιάζει με ταινία. Μέχρις ότου να σου χτυπήσει την πόρτα. Τότε τι κάνεις; Εγκαταλείπεις ό,τι ήξερες και αγαπούσες, και το βάζεις στα πόδια. Καλύτερα να τρέχεις μακριά από το θάνατο, παρά να παραδοθείς στα δόντια του. Έτσι και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, δε θέλανε να έρθουν στη χώρα μας, δε θέλανε να έρθουν στις χώρες σας. Τη δική τους πατρίδα θέλουν. Τα σπίτια τους. Τις αυλές τους. Τις γειτονιές τους. Τους φίλους τους. Τους γονείς τους. Τα παιδιά τους.

Άνοιξε για λίγο μια τεράστια, μεταλλική, δίφυλλη πόρτα και μπούκαρε μέσα ένας σαραντάρης κύριος με ρούχα παραλλαγής. Έβηξε για λίγο από τη σκόνη που έκανε εισβολή στους πνεύμονές του, έπειτα καθάρισε λίγο το λαιμό του και μας ρώτησε πώς μπορεί να βοηθήσει. Κάθε ομάδα έκανε αυτό που πίστευε πως ήταν σωστό. Κάποιοι χωρίζανε τα ρούχα ανά κατηγορίες: αντρικά, γυναικεία, παιδικά και ανά μέγεθος. Κάποιοι άλλοι ταξινομούσανε τα τρόφιμα, κύριο μέλημα ήταν το βρεφικό γάλα.  Λίγο πιο κάτω, η άλλη ομάδα έστηνε τα παπούτσια, πάλι ανά κατηγορίες. Και η τελευταία ομάδα, προσπαθούσε να βγάλει άκρη με τα παιδικά ρουχαλάκια. Αυτό το ερείπιο, το εγκαταλελειμμένο κτήριο του στρατού, άρχισε σιγά σιγά να γίνεται ένα μικρό μαγαζί. Μια αποθήκη. Και από εκεί που κατοικούσε μονάχα η σιωπή και η απουσία, ξάφνου γέμισε με κόσμο.

Κόσμος. Αρκετός κόσμος εγκατέλειψε τις ζωές τους για να το σκάσει από αυτό το χαμό. Πίσω τους πέφταν βροχή οι σφαίρες, οι βόμβες και το αίμα. Με τα παιδιά τους στην αγκαλιά άφηναν πίσω τους τα πάντα και τρέχανε... Τρέχανε... Τρέχανε να σωθούνε. Έτσι είναι, άνθρωπε, όταν ζορίζει ο κλοιός και η μέγγενη αρχίζει να σε τσακίζει, το βάζεις στα πόδια. Όταν κινδυνεύεις, ενεργοποιούνται αρχέτυπα ένστικτα που όλοι μας έχουμε στο κύτταρό μας από την αρχή του κόσμου· το ένστικτο της επιβίωσης. Η μητέρα φύση, μας έφτιαξε έτσι, ώστε να καταλαβαίνουμε τον κίνδυνο και να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μένουμε ζωντανοί. Αν πέφταν οβίδες και στη δική σου γειτονιά και σφαίρες γαζώνανε τους τοίχους του σπιτιού σου και αίμα από γνωστούς, φίλους και συγγενείς πότιζε τον τόπο σου, τότε θα το έβαζες κι εσύ στα πόδια. Μπρος στο θάνατο είμαστε όλοι μικροί. Τοσοδούλιδες. Για δες λίγο καιρό αργότερα που θα γίνει το μπαμ της πανδημίας ενός ιού που θα σκοτώνει αμείλικτος όσους πιο πολλούς μπορεί. Τότε, θα δεις, άνθρωπέ μου, το ένστικτο της επιβίωσης πώς λειτουργεί: εν αρχή, θα θες να συλλέξεις τα πάντα για την πάρτι σου και μόνο και ας μην περισσέψει τίποτα για τους άλλους, έπειτα θα θες να το σκάσεις, να πας εκεί που δεν θα υπάρχουν κρούσματα για να γλιτώσεις θέτοντας όμως έτσι σε κίνδυνος πολλές ζωές. Θα είναι η σειρά σου να εξισλαμίσεις τον τόπο των άλλων και να τον βεβηλώσεις, όπως κατηγορείς με ευκολία τώρα εσύ όλους αυτούς τους ανθρώπους που άρχισαν και μαζεύονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι ομάδες είχαν πάρει φωτιά στην κυριολεξία. Ούτε ξέραμε πόσες ώρες ήμασταν κλεισμένοι μέσα εκεί στην κοιλιά μιας πελώριας φάλαινας που κολυμπούσε στην άβυσσο. Απ' έξω ακουγόταν φωνές. Και κάποιοι είχαν αρχίσει να γρατσουνίζουν την πόρτα. Έπρεπε να αρχίσουμε το μοίρασμα. Όμως, πώς στο καλό έπρεπε να το κάνουμε; Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα. Δεν ήταν αυτή η δουλειά μας άλλωστε. Δεν ξέραμε πώς να το κάνουμε σωστά. Όμως, ένα είναι σίγουρο: ότι όλοι, όλοι προσπαθήσαμε για το καλύτερο. Ο στρατιωτικός με την μπλε στολή παραλλαγής, άνοιξε την πόρτα και είχα την αίσθηση πως άνοιγε το στόμα η φάλαινα που μας είχε καταπιεί. Έξω είχε αρχίσει να βυθίζεται ο ήλιος πίσω από το δάσος της λίμνης Ζηρού. Το αεράκι ξεγλίστρησε μέσα σαν πιτσιρικάς και μας χάιδεψε όλους τρυφερά λες και ήθελε να παίξει. Λίγο οξυγόνο. Επιτέλους. Οι φωνές τώρα πια είχαν αποκτήσει σάρκα και οστά. Αρκετοί στεκόντουσαν περιμένοντας απ' έξω. Σίγουρα θέλανε κάτι να φάνε. Ίσως κάτι να φορέσουνε. Ήταν και κάποιοι που δεν ήθελαν τίποτα γι' αυτούς. Μονάχα αν υπήρχε κάτι, οτιδήποτε γι' αυτούς που αγαπούσαν. Αυτοί που ξεχώρισαν και ήξεραν λίγα αγγλικά έγιναν αμέσως οι βοηθοί μας στη μετάφραση. Χαμένοι στη μετάφραση προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε με τη γλώσσα του σώματος. Το πρώτο που μάθαμε είναι το "ΛΑ". Μάθαμε να λέμε "ΟΧΙ".

ΛΑ. Δεν έχουμε από αυτό. Φύγε εσύ – έλα εσύ.
ΛΑ, δεν έχουμε ούτε από αυτό. Φύγε κι εσύ – έλα εσύ.
ΛΑ! Είπαμε ΛΑ. Δεν έχει άλλο. Φύγε κι εσύ.

Όχι. Ήταν η πρώτη μου λέξη στα αραβικά. Και για κάθε όχι που εκτόξευα μια σφαίρα χωνόταν βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Γιατί ήμασταν εκεί; Ή μάλλον γιατί ήμουν εκεί;

Οχι. Δεν είχα απάντηση. Καμία. Μάταια έψαχνα μέσα μου να βρω το λόγο που ήμουν εκεί. Τι ήθελα; Τι αποζητούσα; Τι ευελπιστούσα; Τα ερωτήματα είχαν φυτρώσει σαν κισσός και άρχισαν να με πνίγουν.

Όχι, δεν ήθελα να με διορίσουν έπειτα από αυτό.
Όχι, δεν ήθελα θέση σε κάποια ΜΚΟ.
Όχι, δεν ήθελα λεφτά από τον πονεμένο λαό.
Παρόλο που ήμουν άνεργος το τελευταίο διάστημα, δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ αυτή την τραγωδία. Εσείς, πώς θα μπορέσετε και θα εκμεταλλευτείτε τη μεγαλύτερη τραγωδία του αιώνα που έπεται να συμβεί στο μέλλον; Πώς θα τολμήσετε να επωφεληθείτε από έναν ιό που θερίζει τις ψυχές λες και είναι στάχυα στα χωράφια του Άδη;

Οι μέρες άρχισαν να περνάνε. Όπως άρχισαν να περνάνε κι άλλοι άνθρωποι από δω. Είχα την εντύπωση πως ζούσα στη σύγχρονη Βαβέλ. Ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά, αραβικά, περσικά, όλα είχαν μπλεχτεί σ' ένα μεγάλο κουβάρι που μάταια προσπαθούσα να βγάλω άκρη. Γι' άλλη μια φορά η γλώσσα του σώματος ερχόταν να σε βγάλει από τη δύσκολη θέση. Πλέον είχαμε βγει από το στομάχι της φάλαινας και τριγυρνούσαμε στο στρατόπεδο γνωρίζοντας τους ανθρώπους του. Έτσι θα κατανοούσαμε καλύτερα τις ανάγκες τους. Και θα αρχίζαμε να κάνουμε φιλίες και να δενόμαστε με κάποιους. Ποιος θα μου το έλεγε ότι χρόνια μετά αυτή η κλωστή που μας ένωσε κάποιους τότε θα κρατούσε ακόμα. Και παρόλο που κάποιοι είναι αρκετά σύνορα μακριά, συνεχίζουν να είναι σιμά στην καρδιά μου. Οι σκηνές είχαν φυτρώσει παντού σα μανιτάρια μετά τη βροχή έτοιμες να φιλοξενήσουν αρκετές ψυχές.

Αδέσποτες ζωές. Χωρίς πατρίδα. Χωρίς κρεβάτι. Χωρίς γειτονιά. Αδέσποτες ψυχές που αναζητούν ένα μέλλον λίγο καλύτερο από εκείνο στα χαρακώματα. Ελπίδα για το αύριο. Αυτή την ελπίδα κάποιοι άρχιζαν να την σπέρνουν στις τοσοδούλικες αυλές τους έξω από τις σκηνές τους. Άρχισαν να φυτεύουν λαχανικά και λουλούδια. Φέρανε την Άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο της ζωής. Σπέρνουν την ελπίδα για να θερίσουν όνειρα.

Γιατί είμαι εδώ; αναρωτιόμουν διαρκώς. Όμως εις μάτην, δεν έβρισκα τη λύση στο γρίφο του μυαλού μου. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που έβρεχα το μαξιλάρι με ψιχάλες από τα μάτια μου.  Ό,τι δεν μπορεί να πει η ψυχή, το κάνει δάκρυ και φεύγει. Χρόνια μετά και πάλι δε θα έχω την απάντηση.

Άλλη μια μέρα που στεκόμουν πίσω από την τεράστια, μεταλλική πόρτα. Άλλη μια μέρα που έκανα χρήση των υπέροχων αραβικών μου: ΛΑ, που σημαίνει όχι. Γιατί είναι έτσι άδικα μοιρασμένα στον κόσμο όλα; Άλλη μια μέρα που έσωνε και έφτανε στο τέλος της. Λίγο πριν ο ήλιος χαθεί και έρθει το φεγγάρι να τον ψάξει, ένα πιτσιρίκι κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα. ΛΑ! θα του λέγαμε ίσως από συνήθεια. Εντούτοις, πριν προλάβω να σχηματίσω την τόσο δύσκολη λέξη με τα δυο γράμματα, αυτό άπλωσε το χέρι του. Κρατούσε ένα ζουμερό πορτοκάλι. Τόσο ζουμερό όσο τα μάτια μου εκείνη τη στιγμή. Επέμενε να το πάρω. Κοίτα να δεις που κάποιος που δεν έχει, δίνει κι ας μην του φτάνει. Χέρια που δίνουν, είναι τα πιο πλούσια χέρια, έλεγε η γιαγιά μου. Το πήρα και μου χαμογέλασε. Εκείνο το πιτσιρίκι δεν μου χάρισε απλά ένα πορτοκάλι, αλλά την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Αν υπάρχει ελπίδα, αυτή είναι τα παιδιά.

Η ελπίδα είναι ένα τρυφερό κλωνάρι από όπου κρατιόμαστε πάση θυσία μέχρι να σπάσει. Λίγα χρόνια μετά, ποιος θα φανταζόταν ότι η ελπίδα μας θα είναι να μείνουμε σπίτι για να σωθούμε. Μιαν ελπίδα τόσο εύθραυστη όσο το τσόφλι ενός αβγού. Πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό. Έτσι θα μας λένε. Και όντως, αυτό που θα ζήσουμε τότε, θα είναι καταστροφικό. Η κόλαση του Δάντη.

Από την κόλαση του Δάντη, προσπαθούσαν να δραπετεύσουν όλοι αυτοί που είχαν κολλήσει σ' αυτό το στρατόπεδο με την ελπίδα να φύγουν και να βρουν τους αγαπημένους τους και ένα καλύτερο αύριο. Μαζευτήκαμε όπως μας είχε γίνει συνήθεια τον τελευταίο καιρό, έξω από μια σκηνή. Οι κούπες με το τσάι δεν άργησαν να έρθουν. Καθίσαμε οκλαδόν και ευθύς αμέσως αρχίσανε οι ιστορίες. Ιστορίες από τον πόλεμο. Ιστορίες από το ναρκοπέδιο του θανάτου. Ιστορίες από τον Άδη. Κι όλα αυτά δεν ήταν παραμύθια. Δυστυχώς ήταν η μαύρη αλήθεια. Δεν μπορούσες να πιστέψεις ό,τι έφτανε στα αφτιά σου. Μα είναι δυνατόν να σηκώνουν αυτοί οι άνθρωποι τέτοιο σταυρό; Κι όμως τα καρφιά της μοίρας στα χέρια τους, θα καίνε για κάθε επόμενη ζωή.

Δεν θα μπορείς να πιστέψεις όσα θα γίνονται στο εγγύς μέλλον. Θα νομίζεις πως είναι προϊόν μυθοπλασίας, πως κάποιος γαμημένος καριόλης γράφει το σενάριο όσο πιο μακάβρια μπορεί. Και πως θα έδινες τα πάντα για να τον πιάσεις από τον γιακά, να του πετάξεις μερικά λόγια νέτα και να τον ζυμώσεις στις μπουνιές. Κι όμως, όλα αυτά που θα ζήσουμε, θα είναι αλήθεια. Άνθρωποι και ποντίκια τι κι αν όνειρα καταστρώνουν, ως και τα πιο καλά συχνά στραβώνουν.

Άλλη μια φορά που μοιράζαμε πράγματα που μπαινόβγαιναν από την τεράστια, μεταλλική πόρτα. Άλλη μια φορά που χαρίζαμε το ΛΑ αντί για ένα μεγάλο χαμόγελο. Και ήρθε η ζωή να μας χαστουκίσει για τιμωρία: όταν ένα κοριτσάκι με πλεξούδες στα μαλλιά που ανέμιζαν άρχιζε να χοροπηδάει σαν τζιτζίκι και να τραγουδάει πως ήρθε η άνοιξη. Η μικρή άνεμος που ξεχύθηκε στην αγκαλιά ενός νεαρού που πριν λίγο είχε φτάσει στο στρατόπεδο. Του χαμογέλασε και της χαμογέλασε κι αυτός. Αυτή η ανταλλαγή ίσως είναι η πιο σπουδαία και η πιο ιερή. Έπειτα μάθαμε πως τον έλεγαν Γιάννη. Και πως ο Γιάννης είχε βουτήξει στα κύματα που είχαν αναποδογυρίσει τη βάρκα μέσα στην οποία ταξίδεψε το Αιγαίο η μικρή κορασίδα με την οικογένειά της, σώζοντάς την από βέβαιο θάνατο, από μοιραίο πνιγμό. Γι' αυτό κι αυτή τον έπνιγε στην αγκαλιά της και του χάριζε τα πιο όμορφα φιλιά. Κόλαφος η ιστορία του Γιάννη. Εμείς τι κάναμε εκεί; Αντί να σώζουμε ζωές και να χαρίζουμε χαμόγελα, εμείς λέγαμε ΛΑ. Λέγαμε ΟΧΙ.

ΌΧΙ. Δεν θα περάσει. Τίποτα τόσο δυσοίωνο και ζοφερό δε θα συμβεί στο μέλλον μας. Δεν μπορεί να συμβεί. Δεν είναι δίκαιο. Πώς μπορεί να είναι δίκαιο να πεθαίνουν άνθρωποι χωρίς να φταίνε; Μήτε στον πόλεμο της Ανατολής μήτε στον πόλεμο του ιού δεν πρέπει να υπάρχουν θύματα. Θεός αν είναι! Ας βάλει το χέρι Του. Αλλά όπως λέγανε και οι αρχαίοι: συν Αθηνά και χείρα κίνει. Οφείλουμε και πρέπει, όσο κι αν δεν μ' αρέσει καθόλου η δεύτερη λέξη, να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σταματήσουμε αυτό τον πόλεμο. Για να σταματήσουμε τον όποιο πόλεμο. Η ανθρωπότητα πάντα θα ψυχορραγεί όσο εμείς μένουμε άπραγοι και θεατές.

Κλεισμένοι μέσα στα σπίτια πια λες και μας κατάπιε η ίδια γιγαντιαία φάλαινα όπως τότε σ' εκείνη την αποθήκη με τους ανθρώπους απ' έξω που τρέχανε να σωθούνε από τον πόλεμο, έτσι κι εμείς τώρα τρέχουμε να σωθούμε από έναν άλλον πόλεμο· τον πόλεμο ενός ιού. Η ανθρωπιά ίσως να είναι η μόνη σωτηρία. Κι ένα χαμόγελο κάπου στον ορίζοντα…



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το τριαντάφυλλο του θανάτου

Παιδιά με γραβάτες

Επικήδειος