Το γελαστό παιδί, του Ανδρέα Κριτσιμά



«Αγάπη· η μοναδική απάντηση στο ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης».
― Erich Fromm

ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ πέφτουν μονότονα, ρυθμικά και ακατάπαυστα σε μια πόλη μουντή και γκρίζα όπως οι κάτοικοί της. Τα τελευταία είκοσι χρόνια βρέχει συνεχώς και ο ήλιος δεν έχει φανεί ούτε για μια φευγαλέα στιγμή. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η ανελέητη και μοχθηρή βροχή έχει σβήσει για τα καλά τον ήλιο και μαζί του το χαμόγελο από τα πρόσωπά όλων των ανθρώπων. Οι καρδιές πλέον όλων είναι ψυχρές και παγωμένες, εξαιτίας ενός χειμώνα που δεν λέει να φύγει – ίσως και να μην τον αφήνουν να φύγει.

Σε μιαν άκρη, στο μουσκεμένο πεζοδρόμιο, δίπλα σε μια λακκούβα με λασπόνερα, ένας γεράκος, κοκκαλιάρικος σκύλος ψυχορραγεί. Όμως όποιος περνάει δίπλα του είτε τον αγνοεί επιδεκτικά είτε αποστρέφει με αηδία το βλέμμα του κάνοντας μιαν ευχή: μακάρι να πεθάνει το βρομόσκυλο!

Σε κανενός την καρδιά δεν είχε μείνει στάλα αγάπης, καλοσύνης και φιλότιμου. Εδώ πού τα λέμε, αυτές οι έννοιες ίσως να μην υπάρχουν σε κανένα λεξιλόγιο πια. Όλοι περπατάνε και συμπεριφέρονται μηχανικά σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια. Οι ψυχές τους είναι άδειες. Ή μάλλον γεμάτες σκοτάδι.

Ο καημένος σκύλος υποφέρει και απ’ τον πόνο δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε το κουράγιο για ν’ αλυχτήσει για στερνή φορά. Τα βουρκωμένα μάτια του κοιτάνε τους περαστικούς εκλιπαρώντας τους για ένα ψίχουλο βοηθείας, για μιαν αμυδρή σταγόνα αγάπης. Όμως μήτε βοήθεια, μήτε αγάπη δεν του έδωσε κανείς μέχρι τώρα.

Ένα μικρό, παράξενο αγόρι ξεπροβάλλει μέσα από ένα απάνεμο σοκάκι καλημερίζοντας όποιον βρει στο διάβα του. Κανείς, όμως, δεν του ανταποδίδει την παράδοξη γλυκύτητά του. Τουναντίον. Όποιος τον βλέπει τον νομίζει για παράφρονα. Ο κόσμος έχει ξεχάσει το χαμόγελο. Και βλέποντάς το ξανά μετά από τόσα χρόνια, στο πρόσωπο ενός παιδιού, μόνο φόβο, φρίκη και θυμό τους προκαλεί. Ο πιτσιρίκος εν τη γενέσει του ζει μονίμως στο περιθώριο. Είναι άλλο ένα φρικιό. Το φρικιό με το χαμόγελο.

Παρ’ όλα αυτά, ο μικρός δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Είναι, κόντρα των καιρών, πεισματικά αισιόδοξος. Καθώς περπατά αμέριμνος και ξέγνοιαστος, χωρίς ομπρέλα, μέσα στην αέναη βροχή, παρατηρεί το κουφάρι τού άψυχου σκύλου στην άκρη του πεζοδρομίου. Ξάφνου τρέχει προς το μέρος του για να τον βοηθήσει. Όμως πια είναι αργά για οποιαδήποτε αρωγή. Με δάκρυα που κεντάνε το πρόσωπό του, ο μικρός αγκαλιάζει το άψυχο σώμα και παρακαλάει το Θεό να ξυπνήσει το άμοιρο ζώο απ’ τον αιώνιο λήθαργό του.

Έτσι όπως οι σταγόνες της βροχής κυλάνε στη μουσούδα του ζώου μοιάζουν με δάκρυα, λες και ο σκυλάκος συγκινήθηκε απ’ την αναπάντεχη καλοσύνη και ευσπλαχνία του μικρού αγοριού. Παρότι η πίστη του μικρού θα μπορούσε να σταματήσει τη γη να γυρίζει, ο σκύλος δεν κατάφερε να αναστηθεί σαν ένας άλλος Λάζαρος.

Ο πιτσιρικάς έθαψε τον άψυχο σκύλο με όλες τις τιμές, έτσι όπως θ’ άρμοζε σε κάθε ζωντανό πλάσμα που πεθαίνει ολομόναχο· στάθηκε δίπλα του στο τελευταίο αντίο σαν φίλος, σαν αδερφός.

****

Η βροχή συνεχίζει να πλέκει το υγρό πανωφόρι τής πόλης μουχλιάζοντας ακόμη περισσότερο τις ζωές των κατοίκων της. Τι κι αν έχουν περάσει τρία χρόνια από τον άδικο χαμό τού αδέσποτου ζώου, ο μικρός, με το άσβηστο χαμόγελο στα χείλη, δεν μπορεί να το χωνέψει. «Πώς μπορεί οι άνθρωποι να είναι τόσο σκληροί;», αναρωτιέται ενώ την ίδια στιγμή ένα αγκάθι τού τρυπά την καρδιά. Από τη μέρα που γεννήθηκε μέχρι και σήμερα, ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους επειδή χαμογελάει. - Ποτέ κανείς δεν έχει χαμογελάσει τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια· oι γέροι το έχουν ξεχάσει και οι νέοι δεν το έχουν γνωρίσει ποτέ. - Δεν είναι, όμως, μόνο το χαμόγελο που τον κάνει ξεχωριστό, αλλά η αγάπη, αυτή η ανεξάντλητη, πηγαία αγάπη που έχει για όλους. Μ’ αυτή μπορεί να κάνει θαύματα. Μπορεί, ίσως, ν’ αλλάξει τον κόσμο.

Έχει διαπιστώσει πώς είναι ξεχωριστός και αλλόκοτος απ’ τους άλλους και το τελευταίο διάστημα δεν έχει πάψει να βοηθάει και να σώζει όσους έχουν ανάγκη. Έχει γίνει ο φύλακας άγγελος των ανυπεράσπιστων. Και όχι μόνο. Όποιος έχει ανάγκη ένα χαμόγελο, λίγη αγάπη, μια στάλα αισιοδοξία, ο πιτσιρικάς είναι γενναιόδωρος με όλους. Δεν αδικεί κανέναν. Δίνει σε όλους, δίχως όμως να λαμβάνει από κανέναν.

Πρόσφατα, σε μια στριφνή ηλικιωμένη κυρία που όλα την ενοχλούσαν, της χάρισε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο κι έπειτα της χαμογέλασε καλοσυνάτα. Αμέσως, κάτι άλλαξε μέσα της. Η ομίχλη που κατοικούσε στην καρδιά της όλα αυτά τα χρόνια, διαλύθηκε μονομιάς και ένας ήλιος άρχισε ν’ ανατέλλει μέσα της. Ήταν ένα από τα πολλά θαύματα τού μικρού Αγίου.

Η μια πράξη καλοσύνης διαδέχεται την άλλη. Παραδόξως, οι άνθρωποι αρχίζουν να χαμογελάνε. Πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια, η βροχή έπαψε και ηλιαχτίδες άρχισαν να ξεπροβάλλουν δειλά δειλά μέσα από τα σύννεφα. Ο κόσμος άρχισε ν’ αλλάζει. Χάρις την καλοσύνη και την αγάπη τού πιτσιρικά. Αυτός ο μικρός έγινε ο Σωτήρας τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως είναι ο Υιός του Θεού και ότι τον έστειλε για να τους επαναφέρει στον σωστό δρόμο. Πολύ σύντομα, το αλλόκοτο αυτό πλάσμα κατάφερε, χωρίς να το θέλει, να γίνει Σύμβολο. Ιερό.

****

Ο ήλιος κρεμασμένος καταμεσής του ουρανού μειδιά ζωγραφίζοντας χαμόγελα στα πρόσωπα των κατοίκων μιας πόλης που δε θύμιζε με τίποτα τον πρόσφατο εαυτό της. Τα χείλη όλων λάμπουν πλέον από χαρά, όπως και τα μάτια τους. Κάποιος σφυρίζει έναν ευδιάθετο σκοπό, καθώς περιμένει τη σειρά του έξω από το περίπτερο για να πάρει μια εφημερίδα.

«Η Πόλη βρήκε ξανά το χαμόγελό της.»
«Καλώς ήρθες χαμόγελο στις ζωές μας.»
«Χαμογελάστε είναι μεταδοτικό.»
«Καλημέρα, χαμόγελο!»

Είναι κάποιοι από τους τίτλους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Έχουνε κάνει πλέον την ευτυχία βασίλισσα και την εκθείαζαν. Τεμενάδες στο όνομά της. Ονειροπαρμένοι και γελαστοί προχωρούν στης ζωής την ανηφόρα, αγνοώντας πως ο καταλύτης της ζωής είναι η αγάπη και το μοίρασμα. Ο πιτσιρίκος που σκόρπισε την αισιοδοξία στην πλάση ολάκερη, δεν τους είχε μάθει το βασικότερο: να μοιράζονται, να δίνουν και να προσφέρουν. Η αγάπη όταν δεν μοιράζεται, πεθαίνει.

Κι όπως περνούσαν οι μέρες με τον ήλιο και την ευτυχία να μεσουρανούν, και όλοι η κάτοικοι φεγγοβολούσαν από χαρά, λίγα σύννεφα μπούκαραν ξαφνικά στα μάτια του μικρού ήρωα. Μέχρι πρότινος, είχε σκοπό της ζωής να σπέρνει χαμόγελα. Πλέον, τώρα που όλοι και όλες χασκογελάνε δίχως λόγο και αιτία, λες και κάποια ομίχλη παραισθησιογόνου νέφους τους τύλιξε, ο πιτσιρίκος έχασε τον σκοπό ύπαρξής του. Σεργιανίζει άσκοπα στα σοκάκια της πόλης αναζητώντας τη νότα που θα ξυπνήσει μέσα του τη λαχτάρα για τη ζωή.

Συννεφιασμένος όπως ήταν, σταύρωσε με μια οικογένεια φορτωμένη με ψώνια και παιδιά κρεμασμένα από τις πλάτες και τη μέση του πατέρα. Μονομιάς κοντοστάθηκε και τους κοίταξε διερευνητικά. Ξάφνου το βλέμμα του έγινε υγρό και μετά βίας προσπαθούσε να συγκρατήσει δυο ανεξέλεγκτα και χειμαρρώδη ποτάμια. Ένα μελαχρινό κορίτσι με γυαλιά μυωπίας, φακίδες και τα μαλλιά πιασμένα σε δυο κοτσίδες εκατέρωθεν, πήδηξε από τον ώμο του μπαμπά της και έκανε να τον προσεγγίσει. Για λίγο ο μικρός σάστισε. Πεταλούδες φτερούγισαν στην καρδιά του. Πριν προλάβει όμως να της χαρίσει μια λέξη, ο λυγερός, ηλιοκαμένος άντρας την γράπωσε, μαζί με τις τσάντες από το σούπερ μάρκετ, και χάθηκαν από μπροστά του σαν όνειρο. Αμέσως οι πεταλούδες στην καρδιά του έπαψαν να πεταρίζουν και οι πρώτες ψιχάλες μιας βίαιης βροχής έκαναν την εμφάνισή τους στα μαύρα του μάτια.

Ο δύσμοιρος με το ζαλίκι που του φόρτωσε η ζωή τριγυρνούσε ολομόναχος και καταρρακωμένος σε μια πόλη που λαμποκοπούσε από ευτυχία. Σε αντίθεση με τη δική του διάθεση που έμοιαζε με λουλούδι μαραμένο. Όπου και να έστρεφε το βλέμμα του, κανένας δεν του έδινε σημασία. Και πλέον έβλεπε πεντακάθαρα την ειρωνεία: ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος.

Μαραζωμένος και αποκαμωμένος βάδιζε στο λιόγερμα σε κάποιο στενό στις παρυφές της πόλης. Ούτε που το κατάλαβε πώς απομακρύνθηκε. Δεν είχε φύγει ποτέ ξανά τόσο μακριά από την πλατεία Αγάπης. Δίχως να πάρει πρέφα, πέρασε τα όρια της πόλης και διάβηκε της λήθης το στενό, το οποίο δεν έχει γυρισμό.

Αφήνοντας μια και καλή πίσω του τον κόσμο που ήξερε, έφτασε αντιμέτωπος με το σκοτάδι ενός καινούργιου, θαυμαστού κόσμου! Η καταχνιά του οποίου απλωνόταν αδιάκοπα προς κάθε κατεύθυνση. Άμοιρα τα πλάσματα που ζούνε κρυμμένα εδώ, σκέφτηκε και λησμόνησε για λίγο όλα όσα άφησε. Κάποιο αγρίμι τον καλωσόρισε μ’ ένα μεταθανάτιο ουρλιαχτό.

Καταλήγοντας έπειτα από ώρες ή χρόνια (ο χρόνος στην απέναντι πλευρά ίσως να υπολογίζεται αλλιώς) στην κοιλάδα του Άδη, άκουσε τα γάργαρα νερά που κελαηδούσαν σχετικά κοντά του. Διψασμένος και λαχανιασμένος από την αναζήτηση προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή του ακαθόριστα, δροσερού θορύβου. Κάμποσες δρασκελιές μετά έφτασε κοντά στο ποτάμι και πριν προλάβει να σκύψει στην όχθη του, αντίκρισε μια σκοτεινή και συνάμα οικεία φιγούρα. Σε άλλη περίπτωση θα πάγωνε και ίσως το έβαζε στα πόδια από το φόβο που θα τον πλημμύριζε, εντούτοις έμεινε να κοιτάζει το πλάσμα που επέμενε να τον καρφώνει στα μάτια. Δυο μικροσκοπικές καφέ χάντρες φαινόταν πως τον πλησίαζαν. Και καθώς η απόσταση μεταξύ τους έσωνε σιγά σιγά, μια προσμονή φούντωνε στη ψυχή του. Ξάφνου, το πλάσμα πετάγεται επάνω του και τον ρίχνει ανάσκελα. Καταμεσής, ενώ προσπαθεί να συνέλθει από την πτώση, μια υδαρή γλώσσα τον γλύφει με μανία στο πρόσωπο. Όταν διαπιστώνει πως πρόκειται για τον γέρικο σκύλο που είχε προσπαθήσει μάταια να σώσει στην πόλη όπου ζούσε, τον σφιχταγκάλιασε λες και αντάμωσε τον χαμένο αδερφό του. Έκανε να σηκωθεί και διαπίστωσε πως η ουρά του ήταν κομμένη για κάποιο άγνωστο λόγο. Κολοβός και γέρικος, μα υγιής και ευτυχής, ο σκύλος θέλησε να του ομολογήσει την αιώνια ευγνωμοσύνη του, στάθηκε πλάι του όταν κανένας δεν του έδινε στάλα σημασία. Το χαμόγελο ανέτειλε και πάλι στο νεανικό προσωπάκι του παιδιού. Και μαζί του ο ήλιος καταβαράθρωσε το αιώνιο σκοτάδι από τη γη των νεκρών, χαρίζοντας μιαν ανατολή σκέτη ανάσταση.

****

Στην άλλη πλευρά, λες και γύρισε καπάκι η ζωή, το σκηνικό άλλαξε άρδην. Πυκνά, μαύρα, πεινασμένα σύννεφα καταβρόχθισαν τον ήλιο και μια πικρή βροχή μαινόταν ανελέητα πάνω από την πόλη. Τα πρόσωπα όλων των κατοίκων απέκτησαν ξανά εκείνη την πανομοιότυπη, αποκρουστική, δίχως το παραμικρό συναίσθημα έκφραση. Το χαμόγελο και η ευθυμία πέθαναν μαζί με τον πιτσιρίκο. Αυτό είναι το ριζικό όλων όσοι ενδιαφέρονται μονάχα για τον εαυτό τους. Όταν το «αγάπα τον πλησίον σου» γίνεται «αγάπα τον εαυτό σου», το πεπρωμένο της ανθρωπότητας είναι προδιαγεγραμμένο σα λεωφορείο που τρέχει με εκατό, δίχως οδηγό.

Κάπου στην πλατεία Αγάπης, έτσι όπως κεντάει με μανία η βροχή το σκηνικό, κάπου στα πλακάκια, ανάμεσα στους αρμούς, το νερό σχηματίζει ρυάκια που καταλήγουν σε μια βουνοπλαγιά του κάτω κόσμου ποτίζοντας με δάκρυα τον πιο παράδοξα, όμορφο κήπο· τον δεύτερο Κήπο της Εδέμ. Καθώς ο κόσμος των ζωντανών μαραίνεται με τον καιρό, στη χώρα του αμίλητου ανθίζει το λουλούδι της ζωής και μια αιώνια άνοιξη νυφούλα κάνει τον ερχομό της. Ένα αλύχτημα από τα φουντωμένα λαγκάδια του Άδη, την καλωσορίζει.

ΤΕΛΟΣ.

Ο Χριστός του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού είναι ένας πίνακας του Σαλβαδόρ Νταλί
που δημιουργήθηκε το 1951.


Σχόλια

  1. Υπεροχο!!!Συγχαρητήρια κ πολλές ευχές για μια όμορφη κ δημιουργική χρονιά!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ενδιαφέρουσα δυστοπία από την οποία αδυνατούν να απαλλαγούν οι άνθρωποι αν και θα μπορούσαν. Εξαιρετική προσέγγιση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το τριαντάφυλλο του θανάτου

Παιδιά με γραβάτες

Επικήδειος